Στην αυγή του 18ου αιώνα, ανάμεσα στους διανοούμενους και τους επιστήμονες της εποχής, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για να προσδιοριστεί κατά πόσο υπάρχει ή όχι, η ελεύθερη βούληση (ή αλλιώς αυτοβουλία) στον άνθρωπο.
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο θα ανταποκριθούμε στην απάντηση, μπορεί να αλλάξει ριζικά κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Πως κυβερνάμε, πως συμπεριφερόμαστε σε έναν άνθρωπο, τι σημαίνει δικαιοσύνη, ποιος έχει δικαιώματα και τι δικαιώματα, τι είναι ηθική, τι είναι αλήθεια, τι μπορούμε και τι επιτρέπεται να κάνει ο ένας στον άλλον…
Το πρόβλημα ανήκε αρχικά στη σφαίρα της φιλοσοφίας, εκεί όπου οι σημαντικές ερωτήσεις γεννιούνται, ωριμάζουν, αναπτύσσονται και ο νους κάνει υποθέσεις και προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο.
Στη συνέχεια απασχόλησε την ψυχολογία, την ιατρική και τις επιστήμες της διοίκησης (κυβερνητική, πολιτική, κ.λπ.), ενώ πρόσφατα, με την άνθηση –και άνοδο- του πεδίου της Νευροεπιστήμης και την πολύ εκτενέστερη μελέτη του εγκεφάλου, το ερώτημα της ελεύθερης βούλησης έχει έρθει ξανά στο κέντρο του ενδιαφέροντος.
Το 1964, δύο Γερμανοί νευρολόγοι, οι Kornhuber και Deecke, διεξήγαγαν ένα πείραμα, σε μια προσπάθεια να δώσουν απαντήσεις. Το πείραμα έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο του Freiburg και διήρκησε αρκετούς μήνες. Κάθε μέρα δεκάδες εθελοντές συμμετείχαν. Οι ερευνητές κατέγραφαν προσεκτικά την εγκεφαλική τους λειτουργία (το παραμικρό ηλεκτρικό σήμα).
Μοναδικό καθήκον των εθελοντών ήταν να κουνάνε ένα δάχτυλο στο αριστερό ή στο δεξί τους χέρι, όποιο επιλέγουν και όταν το αποφασίζουν οι ίδιοι. Κάποιοι από τους εθελοντές ολοκλήρωναν δεκάδες –ακόμα και εκατοντάδες- επαναλήψεις κάθε μέρα.
Ο σκοπός αυτού του πειράματος ήταν να καταγραφεί για πρώτη φορά η εγκεφαλική δραστηριότητα, που προέρχεται όχι από ένα εξωτερικό ερέθισμα, αλλά από μια εσωτερική διεργασία, όπως η απόφαση να κουνήσουμε ένα δάχτυλο.
Χιλιοστά του δευτερολέπτου –μέχρι και ολόκληρα δευτερόλεπτα- πριν από την κίνηση του ατόμου, διαπιστώθηκε έντονη και συγκεκριμένη εγκεφαλική δραστηριότητα στις περιοχές που σχετίζονται με την κίνηση του σώματος. Αυτό το φαινόμενο ονομάστηκε με τον ιδιαίτερο όρο Bereitschaftspotential, και ουσιαστικά αναφέρεται στην εγκεφαλική δραστηριότητα που εμφανίζεται πριν ξεκινήσει μια κίνηση που το άτομο επιλέγει να κάνει.
Αυτά τα ευρήματα υποστήριζαν σημαντικά τη θέση ότι το άτομο δεν επιλέγει συνειδητά αυτό που κάνει, αλλά πως η αίσθηση της «συνειδητότητας» εμφανίζεται λίγο μετά από την ακούσια εγκεφαλική δραστηριότητα.
Ωστόσο, ένα πείραμα, ειδικά με τις περιορισμένες δυνατότητες του 1964, δεν ήταν αρκετό για να δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση. Εξ άλλου, το εν λόγω πείραμα δεν εντοπίζει με βεβαιότητα τη στιγμή της απόφασης, αλλά την πρώτη εγκεφαλική δραστηριότητα που προαναγγέλλει την κίνηση του χεριού, σύμφωνα με την άποψη άλλων επιστημόνων της εποχής.
Ενδιαφέρον σχόλιο: Όπως οι Kornhuber και Deecke είχαν αναφέρει και δημόσια, η έλλειψη συνειδητότητας στα πρώτα στάδια πριν από την πραγματική κίνηση (ως αποτέλεσμα επιλογής). δεν αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση.
—
—
—
Το επόμενο καρφί στην αμφισβήτηση της ελεύθερης βούλησης, μπήκε την περίοδο από το 1970 έως το 1983 με τις μελέτες του νευροεπιστήμονα Benjamin Libet, που βασιζόμενος στο παραπάνω πείραμα των δύο Γερμανών συναδέλφων του, προχώρησε τα πειράματα ένα βήμα παραπέρα, με τη χρήση πιο εκλεπτυσμένου και μεγαλύτερης ακρίβειας εξοπλισμού.
Αν έχεις τη διάθεση και την επιμονή μπορείς να διαβάσεις την τελική έκθεση της έρευνάς του (φυσικά στα αγγλικά) σε αυτό το σύνδεσμο: Unconscious cerebral initiative and the role of conscious will in voluntary action.
Σημαντικό στοιχείο σε αυτή την προσπάθεια στάθηκε η πολύ μεγαλύτερη αποδοχή από τον κόσμο και η δημοσιότητα που έλαβαν αυτές οι θέσεις τα επόμενα χρόνια. Από επιστήμονες και επιχειρηματίες, μέχρι σταρ του Χόλυγουντ και πολιτικούς αναφέρονταν στον Libet και την έρευνά του.
Όταν συζητάμε για την ελεύθερη βούληση, μιλάμε για το ποιος ή τι είναι η αιτία των επιλογών μας. Όλες οι επιλογές εκ της φύσης τους έχουν «λόγους», αλλά αν είμαστε προσεκτικοί, θα καταλάβουμε ότι ο λόγος που γίνεται κάτι δεν είναι πραγματικά η αιτία της πράξης. Ένας λόγος μπορεί να είναι ένα κίνητρο, μια τάση, μια επιθυμία ή μια ανάγκη. Αυτό είναι πολύ εύκολο να γίνει κατανοητό.
Ας υποθέσουμε ότι πεινάμε πολύ. Για κάποιον λόγο έχουμε να φάμε 4 ολόκληρες μέρες! Οπότε ΠΕΙΝΑΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ! Φυσικά δεν είμαστε σκληραγωγημένοι για τέτοιες δοκιμασίες. Υποφέρουμε, νιώθουμε αδυναμία, το στομάχι μας παραπονιέται και πονάει και ξέρουμε ότι χρειαζόμαστε επειγόντως τροφή!
Η πείνα είναι ο «λόγος». Ή, λόγος είναι ότι δεν έχουμε φάει τόσες μέρες… ή λόγος είναι ότι συνέβη το τάδε πράγμα και δεν βρίσκαμε ή δεν μπορούσαμε να φάμε εδώ και τόσες μέρες. Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι είναι πολλοί, το άτομο κρίνει ποιος είναι ο «βασικός λόγος».
Υποθέστε τώρα ότι καταφέρνουμε και βρίσκουμε τροφή. Υπάρχει ένα σύντομο χρονικό διάστημα πριν ξεκινήσουμε να τρώμε. Σε αυτό το διάστημα μπορούμε να «αποφασίσουμε» αν θα απλώσουμε το χέρι μας και αν θα βάλουμε την τροφή στο στόμα μας ή θα όχι.
Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα πέσει με τα μούτρα στο φαγητό, ωστόσο μπορούμε να αποφασίσουμε να μην φάμε, ακόμα και αν δεν έχουμε κανέναν «λογικό λόγο», ακόμα και αν το κάνουμε μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε αν όντως μπορούμε να διαλέξουμε να μην κάνουμε το μόνο πράγμα που φαίνεται λογικό τώρα!
Όσο ακόμα μπορούμε να το σκεφτούμε συνειδητά, έχουμε τη δύναμη της επιλογής, η οποία είναι θεμελιώδες συστατικό όταν συζητάμε για «ελεύθερη βούληση». Έτσι λοιπόν, σε αρκετές περιπτώσεις, η πραγματική αιτία που τελικά επιτρέπει ή όχι το οτιδήποτε να γίνει «λόγος» είναι το ίδιο το άτομο, δηλαδή η συνειδητή του ικανότητα να αντιλαμβάνεται το δίλημμα και να αποφασίζει τι θα κάνει.
–
–
–
Τι γίνεται όμως με το υποσυνείδητο;
Είναι γνωστό ότι πολλές λειτουργίες, σκέψεις και πράξεις μας δεν πηγάζουν από τη δική μας βούληση, καθώς όταν μιλάμε για βούληση, μιλάμε για συνειδητή επιλογή. Πολλές λοιπόν λειτουργίες, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις πηγάζουν από το υποσυνείδητο.
Σε αυτή την περίπτωση, επειδή το συνειδητό δεν συμμετέχει κυρίαρχα στην επιλογή, το άτομο θα αισθανθεί ότι αυτή δεν ήταν ουσιαστικά απόρροια ελεύθερης βούλησης.
Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ο εαυτός τους είναι ο συνειδητός νους, αλλά ότι έχουν ένα μυαλό.
Αυτό που εννοούν είναι ότι η ταυτότητα, η αίσθηση του εαυτού, το «είμαι», το «σκέφτομαι», το «αποφασίζω» και το «επιλέγω» (εξ ου και η ελεύθερη βούληση) πηγάζουν αποκλειστικά από το συνειδητό μέρος του νου, ενώ όταν λένε ότι «έχουν ένα μυαλό» αναφέρονται σε κάτι το οποίο, ναι μεν τους επηρεάζει, αλλά δεν το αντιλαμβάνονται άμεσα (όπως συμβαίνει με τις συνειδητές μας σκέψεις), κάτι που περιγράφει τον τρόπο που βιώνουμε όλοι μας το υποσυνείδητο μέρος του νου.
–
Θα το επαναλάβω με πιο απλά λόγια.
Το άτομο δεν αισθάνεται αυτόβουλο όταν καταλαβαίνει ότι κάτι πηγάζει από το υποσυνείδητο, ενώ αισθάνεται αυτόβουλο όταν νιώθει ότι πηγάζει από το συνειδητό.
–
–
–
Όλες οι επιλογές, συνειδητές ή υποσυνείδητες, βασίζονται σε «λόγους».
Αν αυτό ισχύει, προς τι λοιπόν όλη αυτή η φασαρία να μάθουμε αν υπάρχει ή όχι ελεύθερη βούληση;
Αρχικά, καταλαβαίνω πως το αυτό το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και βαθύ. Από φιλοσοφική άποψη είναι πολύ πιθανόν ανεξάντλητο, κάτι που ταυτόχρονα μπορεί να είναι όμορφο αλλά και ανησυχητικό.
Την ίδια στιγμή όμως, ξεψαχνίζοντας τη ζωή, μελετώντας με άσβεστη δίψα και μια αίσθηση καθήκοντος, είμαι υποχρεωμένος να προσπαθήσω να πλαισιώσω σε κάποια όρια, συγκεκριμένα και κατανοητά, τα κριτήρια που διαχωρίζουν τι είναι τελικά η «ελεύθερη βούληση».
Όπως λοιπόν διαπιστώνω από την προσωπική μου έρευνα, αλλά και την παγκόσμια βιβλιογραφία, η υποκειμενική αίσθηση των ανθρώπων δεν διαφέρει τελικά πολύ από τον έναν στον άλλον… τουναντίον, είναι εξαιρετικά όμοια σε όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου.
Ας δούμε αυτές τις παραμέτρους:
Η πρώτη παράμετρος όπως είπαμε ήδη, είναι να έχει κάποιος την επίγνωση της επιλογής πριν συμβεί η επιλογή.
Η δεύτερη παράμετρος είναι η αίσθηση ότι μπορεί να επιλέξει τουλάχιστον δύο διαφορετικές πορείες δράσης/επιλογές.
Η τρίτη παράμετρος είναι η αίσθηση ότι έχουμε τον έλεγχο, δηλαδή μπορούμε ανά πάσα στιγμή να αλλάξουμε ή να σταματήσουμε αυτό που ξεκινήσαμε με την επιλογή μας.
Η τέταρτη παράμετρος είναι η ιδέα ότι οι «λόγοι» για τους οποίους κάνουμε ότι κάνουμε, είναι στοιχεία (ιδέες, χαρακτηριστικά, συναισθήματα) με τα οποία είμαστε σύμφωνοι, μας αρέσουν ή τα θεωρούμε θετικά.
–
–
Ιδού λοιπόν!
Έχουμε ένα πολύ καλά δομημένο πλαίσιο που, όπως θα διαπιστώσετε αν το δοκιμάσετε, περιγράφει κάθε περίπτωση που κάποιος βιώνει αυτό που ονομάζουμε «ελεύθερη βούληση».
Τι κάνει αυτό το θέμα τόσο δύσκολο και ακόμα δεν έχουμε απαντήσει;
Γιατί όσο περισσότερο το ψάχνουμε, τόσο περισσότερο φαίνεται να μας διαφεύγει κάτι;
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν μας είναι άγνωστο.
Εμφανίζεται και σε ένα άλλο αίνιγμα της ανθρώπινης φύσης, τη «συνείδηση». Όσο δύσκολο είναι να ορίσουμε τι είναι τελικά η «ανθρώπινη συνείδηση», άλλο τόσο δύσκολο είναι να ορίσουμε τι είναι τελικά η «ελεύθερη βούληση».
Και στις δύο ερωτήσεις, η δυσκολία πηγάζει από το γεγονός ότι πρόκειται για πολύ προσωπικές εμπειρίες. Είναι δύσκολο να μετρήσεις αντικειμενικά μια προσωπική εμπειρία, ενώ ακόμα και αν το κάνουμε στατιστικά, αυτό δε μας εξασφαλίζει ότι όλοι ταυτόχρονα δεν υποπίπτουμε σε κάποιο «λογικό σφάλμα».
Στο πρόβλημα προστίθεται το γεγονός ότι, ο τρόπος με τον οποίο εξηγεί η νευροεπιστήμη τα παρατηρήσιμα φαινόμενα, στην προσπάθεια της να κατανοήσει το θέμα, δεν μας βοηθάει και πολύ να καταλάβουμε ουσιαστικά τι είναι η ελεύθερη βούληση.
Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στα προχωρημένα μαθηματικά, που ενώ ίσως έχουν κάποιες εφαρμογές σε συγκεκριμένα προβλήματα, είναι αδύνατο να τα «νιώσει» ο μέσος άνθρωπος.
Το 2016, το περιοδικό PNAS φιλοξένησε στις σελίδες του ένα ερευνητικό άρθρο με τίτλο «The point of no return in vetoing self-initiated movements». Η έρευνα αφορούσε το αν κάποιος μπορεί να αλλάξει ή να σταματήσει μια ενέργεια αφού έχει ήδη εμφανιστεί το πρώτο νευρωνικό σήμα (Bereitschaftspotential – BP), και λογικά πριν ακόμα συνειδητοποιήσει το άτομο την επιθυμία του να κάνει τη συγκεκριμένη ενέργεια.
Όπως διαπιστώθηκε, μπορούμε να σταματήσουμε μια τέτοια «παρόρμηση», ακόμα και αν η εγκεφαλική λειτουργία έχει ήδη ξεκινήσει. Το όριο έχει τεθεί σήμερα στα 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν την έναρξη της κίνησης. Αν έχουμε περισσότερα από 200 χιλιοστά μπορούμε να αλλάξουμε ή να σταματήσουμε την κίνηση. Αν έχουμε λιγότερο, σύμφωνα με ότι ξέρουμε σήμερα, δεν μπορούμε.
Μέχρι εκείνο το σημείο, η επιστημονική κοινότητα έκλεινε όλο και περισσότερο στην άποψη ότι δεν υπάρχει πραγματικά ελεύθερη βούληση. Σήμερα ωστόσο, τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Ποια είναι η σύγχρονη άποψη;
Κατά πάσα πιθανότητα, όπως πολλά άλλα θέματα που αναζητάμε ως είδος, η αλήθεια βρίσκεται μάλλον κάπου στη μέση ή έστω στη συνύπαρξη και των δύο φαινομενικά αντίθετων θέσεων.
Για μένα δεν αποτελεί έκπληξη κάτι τέτοιο… πάει πολύς καιρός που έχω μάθει ότι η πραγματικότητα μπορεί να εμφανίζεται ή να περιέχει δύο τουλάχιστον όψεις. Για παράδειγμα, το φως είναι εξίσου αλήθεια ότι είναι και συμπεριφέρεται ως σωματίδια και κύματα ταυτόχρονα.
Σύμφωνα λοιπόν με τα τρέχοντα ευρήματα, ο άνθρωπος φαίνεται να έχει ελεύθερη βούληση, αλλά σε κάποιο βαθμό, ο οποίος επηρεάζεται από συνειδητούς αλλά και υποσυνείδητους λόγους και αιτίες.
Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν είμαστε πάλι στην αρχή του προβλήματος, γιατί απέχουμε πάρα πολύ από το να είμαστε ικανοί να χαρτογραφήσουμε ή να προβλέψουμε με ακρίβεια τι τελικά θα κάνει το άτομο, εκτός αν έχουν μείνει μόνο 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου!
Η έρευνα συνεχίζεται και θα μάθουμε περισσότερα ακόμα τα επόμενα χρόνια.
Στο coaching οι άνθρωποι συνηθίζουν «να λένε» ότι λειτουργούν στη βάση ότι είναι «αυτόβουλοι» και επιλέγουν τη ζωή τους.
Στην ψυχοθεραπεία τείνουν περισσότερο προς την άποψη ότι οι εμπειρίες διαμορφώνουν τις επιλογές μας.
Νομίζω όμως ότι, αν θέλουμε να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, αν θέλουμε να καταλάβουμε πραγματικά τον εαυτό μας και αν θέλουμε στα αλήθεια να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, είναι απαραίτητο να μην ξεκινάμε από κάποια «προ-διάθεση» και να μην «προ-θεωρούμε»…
Αυτή την ίδια βασική ιδέα της «μη πρό-θεσης», της «μη προ-άποψης» σχετικά με κάτι, θα πρέπει να την υιοθετήσουμε σε οτιδήποτε θέλουμε να κάνουμε ή να μάθουμε με ειλικρίνεια…
Έτσι, μου ακούγεται πολύ πιο ορθό και τελικά πρακτικό, να σκέφτομαι ότι άλλοτε λειτουργούμε αυτοβούλως και άλλοτε όχι, ότι το διαχωριστικό όριο δεν είναι σταθερό και απόλυτο όπως ο διαχωρισμός άσπρο-μαύρο, ότι αλλάζει από στιγμή σε στιγμή ή από μέρα σε μέρα στον ίδιο άνθρωπο και ότι διαφέρει στον καθένα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον ή σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό σε μια άλλη στιγμή της ζωής του.
Αυτή η οπτική δεν είναι αποτυχία να προσδιορίσουμε το φαινόμενο· αντιθέτως, αποτελεί την πιο ώριμη και συνάμα την καλύτερη δυνατή οπτική που έχουμε και ανταποκρίνεται σε αυτό που είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε με βεβαιότητα και ασφάλεια.
Σας ευχαριστώ.