Το «μαθαίνω» είναι για το νου ότι το «τρώω» για το σώμα. Η γνώση είναι πραγματικά πνευματική τροφή. Υπάρχει αξιόλογη τροφή και λιγότερο αξιόλογη τροφή.
Θυμήσου όταν ήθελες να φτιάξεις την διατροφή και το σώμα σου. Αν γνωρίζεις κάποιον διαιτολόγο, κάποιον διατροφολόγο ή κάποιον επαγγελματία γυμναστή, τότε μάλλον θαύμασες το γεγονός ότι «ξέρει» όλα αυτά που είναι σημαντικά για την τροφή και πως το σώμα μας την διαχειρίζεται!
Ξέρει τι τροφή χρειάζεται το σώμα μας. Ξέρει πως χειρίζεται την κάθε τροφή το σώμα μας. Ξέρει τι συμβαίνει όταν τρώμε κάθε τροφή και τι συμβαίνει όταν τις συνδυάζουμε. Ξέρει πότε και με ποια συχνότητα πρέπει να τρώμε. Ξέρει διαφορετικές στρατηγικές για να πετύχουμε διαφορετικά πράγματα.
Αν οι επιστήμες της διατροφής γνωρίζουν αυτά, υπάρχει κάτι αντίστοιχο για τη γνώση και τη μάθηση;
Η μελέτη της γνώσης, του «πως μαθαίνουμε», το πραγματικό «γνωρίζω πως γνωρίζω», ονομάζεται «γνωσιολογία» και αποτελεί ένα ευρύτερο πεδίο έρευνας και απασχολεί τους επιστήμονες από την εποχή του Σωκράτη μέχρι σήμερα.
Σημαντικό: Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει μια γλωσσική σύγχυση επειδή ο όρος «epistemology» χρησιμοποιείται για δύο πεδία που είναι διαφορετικά μεταξύ τους, ενώ την ίδια ώρα στην ελληνική γλώσσα έχουμε δύο διαφορετικούς όρους.
Δηλαδή, στα ελληνικά χρησιμοποιούμε τον όρο «επιστημολογία» όταν μιλάμε για τη μελέτη της επιστημονικής σκέψης, της επιστημονικής μεθόδου και της επιστημονικής γνώσης, ενώ χρησιμοποιούμε τον όρο «γνωσιολογία» όταν μελετάμε το φαινόμενο της μάθησης, πως ο εγκέφαλος μαθαίνει κάτι, σε ποιο σημείο «συμβαίνει» η μάθηση και τι την χαρακτηρίζει, τι ακριβώς σημαίνει γνώση, κ.λπ..
Η επιστημολογία είναι περισσότερο στοχευμένη ως μελέτη, ενώ η γνωσιολογία είναι ευρύτερη και αγκαλιάζει ολόκληρο το θέμα της «γνώσης». Για αρκετούς η γνωσιολογία είναι «η επιστήμη των επιστημών».
Τι σημαίνει όμως –σε απλά λόγια- το «μαθαίνω»;
Από τεχνικής άποψης «μαθαίνω» σημαίνει λογική συσχέτιση γνωστών δεδομένων. Τα δεδομένα από μόνα τους είναι άχρηστα, καθώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι να «συσχετιστούν», δηλαδή να συνδυαστούν με άλλα δεδομένα με τρόπους τέτοιους που να περιγράφουν τη δομή και τα φαινόμενα της πραγματικότητας.
Το δεδομένο ότι «ο κορωνοϊός είναι ένας ιός» δεν λέει κάτι από μόνο του. Μεταμορφώνεται σε «ουσιαστική γνώση» όμως, όταν γνωρίζουμε τι είναι οι ιοί γενικότερα, τι κάνουν στους ζωντανούς οργανισμούς και συγκεκριμένα στους ανθρώπους, τι είναι η οικογένεια των κορωνοϊών, τι συμπτώματα εμφανίζει, κ.λπ..
Η λογική συσχέτιση γνωστών δεδομένων που γίνεται –άλλοτε στιγμιαία, άλλοτε βαθμιαία- γίνεται αντιληπτή από το άτομο ως «γνώση».
Το δεδομένο γίνεται «γνώση» όταν το «μαθαίνουμε», και το «μαθαίνουμε» όταν «κάνει νόημα». Νόημα έχει κάτι που (αρχικά) «δένει» με άλλα γνωστά δεδομένα, άρα συνδυάζεται με λογικό και λειτουργικό τρόπο και με άλλα ήδη γνωστά δεδομένα.
Αυτό που εκλαμβάνουμε ως «γνώση» περιγράφει τη μορφή ή τη λειτουργία της πραγματικότητας.
Για να μπορώ να μάθω κάτι, είναι απαραίτητο προηγουμένως να μην το γνωρίζω.
—
—
Δεν γίνεται να μάθω ότι ήδη γνωρίζω.
—
Δεν γίνεται να μάθω ότι νομίζω πως γνωρίζω.
—
—
—
Αυτές οι παραδοχές ακούγονται απλές, ωστόσο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που έχουμε ανακαλύψει ότι ένα άτομο είχε δυσκολία σε μια περιοχή, γιατί βαθιά μέσα του πίστευε ότι «ξέρει ήδη τα πάντα για αυτό το θέμα». Αυτό το παράδειγμα προέρχεται από πραγματικές υποθέσεις και πραγματικούς μαθητές.
—
—
Η ικανότητα πηγάζει από την γνώση.
—
Λανθάνουσα γνώση ή απουσία γνώσης οδηγούν σε ανικανότητα.
—
—
—
Το άτομο που δεν έχει οδηγήσει ποτέ αμάξι, «δεν ξέρει» να οδηγεί. Ως εκ τούτου είναι ανίκανος να οδηγήσει ένα αμάξι. Ακόμα και αν κατάφερνε να το βάλει μπρος, μάλλον θα του έσβηνε αμέσως ή θα το έριχνε σε κάποιον τοίχο. Η κακή οδήγηση είναι επίσης ανικανότητα οδήγησης, γιατί προφανώς το άτομο δεν γνωρίζει όσα είναι απαραίτητα για να οδηγήσει σωστά.
Σε κάτι τόσο απλό είναι εύκολο να διακρίνουμε και να παραδεχτούμε ότι «δεν ξέρουμε» κάτι. Υπάρχουν όμως πολλές άλλες καταστάσεις στη ζωή μας που είναι δύσκολο να παραδεχτούμε ότι «δεν ξέρουμε», κάτι που οδηγεί σε αδυναμία να μάθουμε οτιδήποτε ουσιαστικό για το θέμα. Ένα τέτοιο θέμα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, ή η διοίκηση μιας επαγγελματικής ομάδας ή η διαχείριση μιας συντροφικής σχέσης.
Σε τέτοιες καταστάσεις είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε ποια δεδομένα είναι σωστά και ποια όχι… ποια οδηγούν σε πραγματική γνώση και ευχάριστα θεμιτά αποτελέσματα, και ποια οδηγούν σε λανθάνουσα γνώση και φτωχά ως επιζήμια αποτελέσματα.
—
Ας δούμε κάποια ακόμα παραδείγματα όπου δείχνουν πως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αναγνωρίσει ότι «δεν ξέρει» και συνεχίζει να αποτυγχάνει:
Δε θα κάνω πολύ μεγάλη τη λίστα, αλλά νομίζω ότι έχω μεταδώσει ένα πλαίσιο από το οποίο καθένας μπορεί να βρει παραδείγματα από τον ίδιο του τον εαυτό.
Όλοι είμαστε ένοχη παρόμοιων θεωρήσεων, μιας και όλοι είμαστε άνθρωποι.
Όπως έχουμε διδαχθεί στην επιστήμη της βιολογίας και την γενικότερη θεωρία της εξέλιξης, ένας οργανισμός επιβιώνει στο βαθμό που είτε προσαρμόζεται στο περιβάλλον του ή προσαρμόζει το περιβάλλον του σε αυτόν. Για να συμβαίνει αυτό, ο οργανισμός χρειάζεται να μαθαίνει, κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Από οργανικής φύσης ο άνθρωπος μαθαίνει συνεχώς, από τη στιγμή της σύλληψης στην κοιλιά της μητέρας του. Μαθαίνουμε κάθε δευτερόλεπτο, ακόμα και στον ύπνο μας. Ωστόσο, τα σημαντικότερα μαθήματα, αυτά που απαιτούν να χρησιμοποιήσουμε όλο το φάσμα των διανοητικών μας δυνατοτήτων, δεν συμβαίνουν όλη την ώρα, παρά μόνο στιγμές.
Αυτά τα «σημαντικά μαθήματα» είναι τμήματα γνώσης που πηγάζουν από την άμεση εμπειρία, ίσως σε κάποια πολύ συγκεκριμένη συνθήκη, με μεγάλη και έντονη συναισθηματική επένδυση και εκτεταμένη προσοχή ή συνειδητότητα. Όσο πιο σημαντική είναι αυτή η γνώση, τόσο πιο μεγάλο και το αίσθημα αναζωογόνησης που αισθανόμαστε.
Εκείνος που δεν «μαθαίνει» τέτοια σημαντικά μαθήματα κάθε τόσο, αισθάνεται ότι δεν εξελίσσεται. Αισθάνεται βαλτωμένος και στάσιμος. Στάσιμος στο χρόνο!
Ενστικτωδώς νιώθει άσχημα μέσα του, κυρίως επειδή το να μαθαίνει και να ανακαλύπτει νέα γνώση για τον κόσμο τον έκανε ικανότερο να προσαρμόζεται στο περιβάλλον (ή να προσαρμόζει το περιβάλλον στα μέτρα του).
—
—
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν δεν σκοπεύουμε πραγματικά να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση.
—
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν πιστεύουμε ότι ήδη γνωρίζουμε τι είναι σημαντικό για αυτό το θέμα.
—
—
—
Είναι πολύ δύσκολο να μάθεις αν το κάνεις για να ικανοποιήσεις κάποιον άλλον ή για να περάσεις κάποιο τεστ.
Μπορεί να περάσεις την εξέταση… μπορεί να ικανοποιήσεις κάποιον άλλον… αποκλείεται όμως να μάθεις πραγματικά το θέμα μελέτης… και αποκλείεται να αποκτήσεις τελικά τις ικανότητες που απορρέουν από την γνώση αυτή.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν δεν έχουμε πρόσβαση στα σωστά δεδομένα, είτε το γνωρίζουμε ότι δεν έχουμε πρόσβαση, είτε ακόμα χειρότερα αν πιστεύουμε ότι κάποια δεδομένα είναι σωστά ενώ δεν είναι.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν δεν εφαρμόζουμε και δεν εξασκούμαστε πρακτικά σε αυτή τη γνώση. Αν θες να μάθεις κάτι που διδάχτηκες σε ένα σεμινάριο, τότε εφάρμοσέ το άμεσα, αν γίνεται την ίδια μέρα. Για να μεταμορφωθεί το «δεδομένο» σε «γνώση» είναι απαραίτητο να το δοκιμάσεις, να το επαληθεύσεις και το αποκτήσεις άνεση στη χρήση του.
Σκέψου ότι η πραγματική αλχημεία που αναζητούσαν οι αλχημιστές στο παρελθόν είναι η φόρμουλα που μετατρέπει κάθε απλό και μεμονωμένο δεδομένο σε ένα κομμάτι πολύτιμης γνώσης…!
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν όλα είναι εύκολα. Όταν τα πράγματα είναι εύκολα, το υποσυνείδητο δεν συμμετέχει στη διαδικασία. Μιας και είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του νου, η απουσία του καθιστά τη διαδικασία άγονη. Μαθαίνουμε καλύτερα όταν υπάρχει μια πλούσια ψυχοσυναισθηματική συμμετοχή, ειδικά αν υπάρχει δυσκολία και πάλη. Είναι θεμιτό να φτάνουμε στα όρια μας.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν δεν κατανοούμε λέξεις ή ιδέες σχετικά με το θέμα και προχωράμε παρακάτω.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν παραλείπουμε βαθμίδες και μας λείπει η γνώση βασικών υλικών.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν δεν υπάρχει περιθώριο για κριτική σκέψη, διάλογο και αντίλογο.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν δεν έχουμε μια μέθοδο αξιολόγησης της «γνώσης» που δημιουργούμε.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, αν δεν εξετάζουμε τις αποτυχίες μας και αντ’ αυτού απλώς νιώθουμε άσχημα.
Δυσκολευόμαστε να μαθαίνουμε, όταν ασχολούμαστε μόνο με αφηρημένες έννοιες. Μαθαίνουμε καλύτερα κάτι όταν μπορούμε να το συνδέσουμε με συναισθήματα, αισθήσεις, ιστορίες, εικόνες και παραδείγματα.
Μέχρι εδώ ξέρουμε πως μαθαίνουμε συσχετίζοντας δεδομένα. Τα δεδομένα προέρχονται από τη ζωή, δηλαδή την ίδια την εμπειρία. Υπάρχουν δύο κατηγορίες εμπειρίας, η άμεση εμπειρία (η δική μου εμπειρία) και η έμμεση εμπειρία (η εμπειρία των άλλων).
Σημείωση: η παρατήρηση άλλων (π.χ. μιας ομάδας ερευνητών σε ένα οργανωμένο πείραμα) αποτελεί έμμεση εμπειρία.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η γνώση που αντλούμε από άλλους ανθρώπους, μέσω της μελέτης των βιβλίων που έχουν γράψει, των βιβλίων ιστορίας, τα ντοκιμαντέρ ή άλλης φύσεως βίντεο, τα μαθήματα και τελικά από την συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων μαζί τους.
Όταν αντλούμε δεδομένα από έμμεση γνώση, είναι σημαντικό να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Επειδή δεν μπορούμε να ελέγξουμε κατά πόσο ένα δεδομένο είναι ακριβές και σύμφωνο με την πραγματικότητα, μπορούμε εύκολα να το θεωρήσουμε αληθινό, ενώ είναι πιθανόν αυτό να είναι αναληθές.
Ειδικά όταν ακούμε «λόγια», όταν δηλαδή κάποιος λέει κάτι που δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε άμεσα, είναι ασφαλές να «τοποθετούμε» αυτά τα δεδομένα σε ένα νοητικό κουτάκι με την ετικέτα «τα είπε ο τάδε, δεν γνωρίζω αν ισχύουν, αναμένεται εξέταση και σύγκριση με άλλα δεδομένα». Οι λέξεις δεν αντιστοιχούν πάντοτε σε γεγονότα, υπάρχει το λάθος, υπάρχει η φαντασία, υπάρχει και το ψέμα…
Επιπλέον θα πρέπει να εξετάζουμε τη θέση, το συμφέρον και αν είναι δυνατόν και το σκοπό του ατόμου που καταγράφει ή λέει το δεδομένο. Παράδειγμα: ο νικητής ενός πολέμου καταγράφει στα ιστορικά αρχεία ότι ο εχθρός είπε ή έκανε το τάδε πράγμα. Θα ήταν ορθό να δούμε τι είπε και η άλλη πλευρά και αν είναι δυνατόν και άλλες ανεξάρτητες πλευρές, ελέγχοντας για την κάθε μία τα κίνητρα, το συμφέρον, κ.λπ..
Υπάρχουν πολλά επίπεδα έμμεσης εμπειρίας, κάποια πιο ασφαλή από άλλα. Για παράδειγμα, το να δούμε ένα ντοκιμαντέρ που μας δείχνει πως περπατάει ένας πιγκουίνος είναι μια σχετικά ασφαλής πηγή αν θέλουμε να μάθουμε πως περπατάει ο πιγκουίνος.
Αυτό που είδαμε έχει πολλές πιθανότητες να είναι η αλήθεια. Λιγότερες πιθανότητες έχει να είναι αλήθεια αυτά που θα πει ο εκφωνητής του ντοκιμαντέρ όμως.
Είναι συχνό λάθος να συνταυτίζει κανείς το γεγονός που βλέπει με αυτό που ακούει, ειδικά αν προέρχεται από το ίδιο άτομο.
Κάποιος κάνει κάτι ενδιαφέρον. Την ίδια στιγμή λέει πως το κάνει, γιατί το κάνει, τι υπάρχει και του επιτρέπει να κάνει αυτό που κάνει… Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κάνει λάθος. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ερμηνεύει με λογικό τρόπο τα δεδομένα, ακόμα και να κατέχει μια συγκεκριμένη δεξιότητα αλλά να μην ξέρει καθόλου τι λέει!
Για παράδειγμα, δεκάδες επιτυχημένοι επαγγελματίες πιστεύουν ότι γνωρίζουν γιατί έχουν πετύχει, όμως η αλήθεια δεν είναι τόσο ρομαντική. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν πραγματικά. Βλέπετε, σε αντίθεση με ότι νομίζουμε, οι περισσότερες επιλογές μας γίνονται βαθιά στο υποσυνείδητό μας. Οι εξηγήσεις που δίνουμε μετά σπάνια είναι ορθές, πολύ συχνά ωστόσο είναι «αληθοφανείς»!
Αυτό που συζητάμε τώρα δεν έρχεται σε αντίθεση με όσα είπαμε παραπάνω περί «γνώση = ικανότητα». Μεγάλο μέρος της γνώσης είναι πέρα από τα όρια της συνειδητότητας μας. Πολλά πράγματα τα «κατανοούμε» αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζουμε απαραίτητα.
Αν θέλουμε να κατακτήσουμε μια έμμεση εμπειρία, για παράδειγμα κάτι που μαθαίνουμε σε ένα μάθημα που μελετάμε, τότε ο καλύτερος τρόπος είναι η πρακτική εξάσκηση, σωστά;
Η θεωρία του πως λύνουμε μια εξίσωση αποτελεί έμμεση εμπειρία. Όταν πάμε και λύνουμε μόνοι μας μερικές εξισώσεις αποκτάμε άμεση εμπειρία. Το «μαθαίνω» που προκύπτει από την άμεση εμπειρία είναι απείρως πιο ισχυρό σε σύγκριση με το «μαθαίνω» από την επαφή με κάποια έμμεση εμπειρία.
Σε προσωπικό επίπεδο, είναι ασφαλές (και περισσότερο ειλικρινές) να λέμε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα, αν δεν το έχουμε επαληθεύσει επανειλημμένα οι ίδιοι, μέσα από δοκιμές, προσπάθεια και πειραματισμό.
Το εμπόδιο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην άμεση εμπειρία είναι αυτό που ονομάζουμε νοητικά σφάλματα ή γνωστικές προκαταλήψεις. Περιληπτικά πρόκειται για λάθη στη λογική σκέψη, που συνήθως προέρχονται από το μακρινό μας εξελικτικό παρελθόν και εμφανίζονται ως ένστικτα και συναισθήματα.
Δύο εργαλεία είναι πολύ σημαντικά όταν θέλουμε να αποκτήσουμε άμεση εμπειρία (συνήθως μετατρέποντας πρότερη έμμεση εμπειρία σε άμεση εμπειρία).
Πρώτον η ΔΡΑΣΗ. Η δράση είναι η ύψιστη μορφή άμεσης εμπειρίας. Δεν υπάρχει τίποτα που να είναι πιο ισχυρό από αυτό που κάνουμε, βλέπουμε ότι το κάνουμε και το βιώνουμε από άκρη σε άκρη.
Το δεύτερο είναι η ΣΩΣΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ. Δημιουργούμε μια «μονάδα γνώσης» και την δοκιμάζουμε με δράση, για να αποκτήσουμε βαθύτερη κατανόηση. Στη συνέχεια καλούμαστε να σκεφτούμε και να απαντήσουμε αυτές τις σωστές ερωτήσεις.
Τι είναι όμως μια «σωστή ερώτηση»;
Είναι οι ερωτήσεις που κάνουμε σε μια προσπάθεια να αποδείξουμε ότι αυτή η μονάδα γνώσης είναι λάθος, ότι δεν ισχύει όπως πιστεύουμε και ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Είναι… οι δύσκολες ερωτήσεις.
Δύσκολη είναι μια ερώτηση που αμφισβητεί αυτό που λέει η μονάδα γνώσης. Προσπαθούμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι δεν ισχύει, με κατάλληλες ερωτήσεις.
Κάτι τέτοιο δεν είναι «αρνητισμός», αλλά ο ασφαλέστερος δρόμος για να αποφύγουμε τα σφάλματα της σκέψης και να καταλήγουμε όσο πιο κοντά γίνεται στα πραγματικά σημαντικά δεδομένα.
Σημαντική σημείωση: Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να αρνούμαστε a priori (κάτι που ισχύει εξορισμού και δεν αμφισβητείται) τη γνώση των άλλων και να βασιζόμαστε μόνο στη δική μας. Κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατον και λάθος!
Όταν για παράδειγμα ξεκινάμε σε ένα νέο πόστο, βασιζόμαστε σε όσα γνωρίζουμε για αυτή την εργασία. Επίσης ακούμε τον άνθρωπο που είχε πριν τη θέση ή οποιονδήποτε γνωρίζει σχετικά.
Όταν ψάχνουμε έναν γιατρό ακούμε συνήθως τη γνώμη και την εμπειρία όσων εμπιστευόμαστε, καθώς είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε την ικανότητα ενός γιατρού χωρίς να έχουμε δοκιμάσει όλους τους υποψήφιους ή χωρίς οι ίδιοι να είμαστε γιατροί.
Η ανθρωπότητα είναι ισχυρή επειδή καθένας γνωρίζει πολλά για διαφορετικά θέματα και όλοι μαζί συνεισφέρουν στο σύνολο. Η άμεση και η έμμεση γνώση είναι εξίσου σημαντικές για την ευημερία μας.
Όπως το βλέπω, καθήκον μας είναι πάντοτε να την αξιολογούμε αυστηρά και να διαχωρίζουμε συνεχώς την αλήθεια από όλα τη σύγχυση.
Υπάρχουν κάποιες τεχνικές που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να βελτιώσεις σημαντικά την ικανότητά σου να μαθαίνεις πιο γρήγορα και πιο σωστά οτιδήποτε. Ας δούμε τρεις από αυτές, που έχω χρησιμοποιήσει σε καταστάσεις coaching με επαγγελματίες και παιδιά:
Ο Ρίτσαρντ Φάινμαν ήταν κορυφαίος θεωρητικός φυσικός. Ασχολήθηκε με την κβαντική μηχανική και κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής. Ως φοιτητής ανέπτυξε μια τεχνική που τον βοηθούσε σημαντικά να μαθαίνει ταχύτερα και σε βάθος αυτά που μελετούσε.
Η τεχνική διαδόθηκε και σύντομα πήρε το όνομά του. Περιληπτικά είναι:
Όταν μπορείς να εξηγήσεις σε μικρούς μαθητές αυτό που μελετάς αβίαστα, με απλά λόγια και δικά σου παραδείγματα, τότε «γνωρίζεις πραγματικά» το θέμα!
Η μνήμη είναι βασικός παράγοντας για να υπάρχει γνώση. Γνωρίζω, σημαίνει ότι έχω κάνει την κατάλληλη λογική σύνδεση δεδομένων και ότι μπορώ να τα ανακαλέσω από το νου μου στο συνειδητό όταν τα χρειάζομαι.
Η παπαγαλία είναι η κακή πλευρά του «θυμάμαι». Η καλή πλευρά του «θυμάμαι» είναι γνωρίζω τόσο καλά κάτι, που μπορώ να το ανακαλέσω στο νου μου ή να το εφαρμόσω ακαριαία και σχεδόν ενστικτωδώς.
Όλοι έχουμε ακούσει ότι η επανάληψη είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να μάθουμε κάτι. Σωστό… αλλά!
Οι σύγχρονες μελέτες έχουν δείξει ότι 100 επαναλήψεις (μνημονικά ή προφορικά) στη σειρά είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικές από 100 επαναλήψεις σε δεκάδες, διασκορπισμένες σε δύο μέρες. Μάλιστα είναι ακόμα καλύτερο αν κάνουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα:
Η ιδέα είναι περισσότερες επαναλήψεις σε μικρότερα διαστήματα στην αρχή και μετά όλο και πιο αραιά.
Αυτή η τεχνική είναι ασυνήθιστη αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική. Είναι ιδανική για παιδιά, επειδή η πλαστελίνη είναι κάτι που βρίσκεις εύκολα σε σχολεία, ωστόσο ξέροντας τα εκπληκτικά αποτελέσματα που έχει και σε ενήλικες, πιστεύω ότι θα έπρεπε να βρίσκεται σε κάθε εταιρία και σχολή.
Η τεχνική είναι η εξής:
Η τεχνική βασίζεται πάνω στην αρχή ότι αν μπορείς να επιδείξεις με σαφήνεια σε ένα δικό σου παράδειγμα ή με δικό σου τρόπο αυτό που μελετάς, σημαίνει ότι το έχεις κάνει δικό σου πραγματικά.
Αντί για ένα παραδοσιακό κλείσιμο θα σας σημειώσει μερικούς τίτλους βιβλίων που προτείνω να μελετήσετε για να κατανοήσετε καλύτερα το φαινόμενο της «μάθησης» και το πεδίο της «γνωσιολογίας».
Αν και υπάρχει αρκετή ενδιαφέρουσα έρευνα στο θέμα της «μάθησης», ο δρόμος μέχρι αυτές οι πληροφορίες να εφαρμοστούν σε ευρεία κλίμακα σε σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι ακόμα μακρύς.
Σιγά σιγά γίνονται αλλαγές, υιοθετούνται στοιχεία και δοκιμάζονται νέες προσεγγίσεις. Μακάρι τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να έχουν πρόσβαση σε ανώτερης ποιότητας μεθόδους και τεχνογνωσία μάθησης.