Οι σχέσεις είναι ο «ομορφότερος τόπος» για να βρίσκεται κανείς. Μετά από μακρόχρονες έρευνες έχει αναγνωριστεί ως ο βασικότερος λόγος της συναισθηματικής υγείας και της γενικότερης ευημερίας. Επειδή είναι τόσο σημαντικές για τη ζωή μας όμως, μπορούν υπό προϋποθέσεις να γίνουν και παγίδες «συναισθηματικής κακοποίησης».
Στην αρχή μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπίσουμε μια τέτοια κατάσταση, ειδικά αν εμείς είμαστε αναμειγμένοι. Έχω οργανώσει μια λίστα με συγκεκριμένες καταστάσεις, όπου αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι ένα άτομο είναι θύμα συναισθηματικής κακοποίησης από κάποιον άλλον.
Τονίζω ότι πρόκειται για «ενδείξεις» και όχι «αποδείξεις», προς αποφυγή ενός άσκοπου και καταστροφικού «κυνηγιού μαγισσών». Ωστόσο, όσο περισσότερες ενδείξεις εντοπίζουμε σε μία σχέση, τόσο περισσότερο πρέπει να προσέχουμε και να κάνουμε τους κατάλληλους χειρισμούς.
Η συναισθηματική κακοποίηση συμβαίνει τόσο σε ρομαντικές σχέσεις όσο και σε οικογενειακές. Και στις δύο περιπτώσεις τα σημάδια είναι παρόμοια. Με σκοπό την εύκολη κατανόηση του κειμένου, θα χρησιμοποιήσουμε δύο κοινά αποδεκτούς όρους, αυτόν του «θύτη» και αυτόν του «θύματος».
Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι, τόσο ο όσο και το θύμα (όταν μιλάμε για ενήλικα άτομα), έχουν εξίσου ευθύνη για το γεγονός ότι δύναται να υπάρχει «συναισθηματική καταπίεση». Η λέξη «ευθύνη» δεν χρησιμοποιείται ως μομφή για να κατηγορήσουμε κάποιον, αλλά θετικά, καθώς η έννοια της ευθύνης μαρτυράει και τη δυνατότητα «να κάνουμε κάτι για αυτό» ώστε η κατάσταση να το αλλάξει. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση, η έννοια της ευθύνης έχει ταυτόχρονα και θετικό και αρνητικό χαρακτήρα.
Ας δούμε ποιες είναι οι ενδείξεις:
Όταν το θύμα βρίσκεται κοντά στο άτομο από το οποίο δέχεται συναισθηματική κακοποίηση, συνήθως παρουσιάζει αυξημένα επίπεδα άγχους και νευρικότητας ακόμα και αν ο θύτης δεν κάνει κάτι εκείνη τη στιγμή.
Αν παρατηρούμε, μπορούμε να δούμε το μοτίβο αναστάτωσης και να καταλάβουμε ποιος είναι ο άνθρωπος που είναι πάντοτε παρών εκείνες τις στιγμές και ενεργοποιεί τον μηχανισμό αναστάτωσης στον θύτη. Μόλις αποκαλυφθεί ο θύτης μπορεί να γίνει κάποιος κατάλληλος χειρισμός.
Προσοχή όμως: το θύμα μπορεί να μεταφέρει καταστάσεις από το παρελθόν του, που το υποσυνείδητο συνδέει λανθασμένα με κάποιον άνθρωπο στο περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να δίνει λάθος συναγερμούς στο παρόν. Για παράδειγμα, κάποιος που είχε στο παρελθόν δεχτεί έντονη καταπίεση από ένα ή δύο εργοδότες, στο μέλλον μπορεί να παρουσιάζει σημάδια νευρικότητας κοντά και σε άλλους εργοδότες που απλώς είναι τυπικοί και απόμακροι. Ο νους του φοβάται το σύμβολο «εργοδότης» και αν δεν υπάρξει μια στενή διαπροσωπική σχέση με κάποιον εργοδότη, τότε ο λανθάνον μηχανισμός δε θα σπάσει ποτέ.
Όταν το άτομο είναι νευρικό ή αναστατωμένο είναι επίσης επιρρεπή σε μικροατυχήματα και ζημιές. Φυσικά υπάρχουν και άλλοι λόγοι για να κάνει κανείς ζημιές (απροσεξία, κ.λπ.), αλλά σπάνια αυτές οι συμπεριφορές διαρκούν για καιρό, αν δεν υπάρχει μια κατάσταση συναισθηματική κακοποίησης στη σκηνή. Το θύμα αγχώνεται από την παρουσία του θύτη. Το ατύχημα μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια που βρίσκονται στον ίδιο χώρο ή και αργότερα, μετά την συνάντησή τους, αφού το άγχος που έχει διεγερθεί δεν υποχωρεί αμέσως.
Προσοχή όμως: Ένα άτομο μπορεί να εκδηλώνει αυξημένα σημάδια άγχους, ακόμα και να αισθάνεται ότι κάποιος του ασκεί μια μορφή «συναισθηματικής κακοποίησης», χωρίς πραγματικά να συμβαίνει αυτό. Αρχικά είναι πιθανόν αυτό το άτομο να έχει υπάρξει στο παρελθόν θύμα βαριάς συναισθηματικής κακοποίησης. Αυτές οι εμπειρίες έχουν αποτυπωθεί βαθιά στο υποσυνείδητο. Κάποιος από το τωρινό περιβάλλον «θυμίζει» υποσυνείδητα το θύτη του παρελθόντος. Η διάνοια του θύματος, προκειμένου να προστατεύσει το άτομο ενεργοποιεί ξανά τα ίδια συναισθήματα άγχους που ένιωθε όταν βίωνε εκείνη την κατάσταση, σε μια προσπάθεια να τον κάνει να απομακρυνθεί και να προστατευτεί. Η σύνδεση που γίνεται μπορεί να είναι στην πραγματικότητα άτοπη και παράλογη. Μπορεί αυτή τη στιγμή το άτομο να μην δέχεται καμία μορφή συναισθηματικής καταπίεσης, αλλά το υποσυνείδητο να νομίζει λανθασμένα ότι υπάρχει μια πραγματική απειλή στο περιβάλλον. Είναι σημαντικό να εξετάζουμε και αυτή την εκδοχή όταν έχουμε εντοπίσει κάποιες ενδείξεις, ώστε να μην καταλήξουμε βεβιασμένα σε μια λανθασμένη εκτίμηση.
Ο θύτης τις περισσότερες φορές γνωρίζει ότι ασκεί συναισθηματικό έλεγχο στο θύμα, έστω και αν το δικαιολογεί στο μυαλό του. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να κρύψει από τον εαυτό του και τους τρίτους τη ζημιά που πραγματικά κάνει, είναι να την κρύψει κάτω από το κάλυμμα ενός «αθώου αστείου»… στο κάτω κάτω όλοι μας νιώθουμε άσχημα αν παρεξηγήσουμε ένα πραγματικά αθώο αστείο, κάτι στο οποίο βασίζεται υποσυνείδητα και ο θύτης.
Η συγκάλυψη της συναισθηματικής κακοποίησης μπορεί να είναι τόσο περίτεχνη, ώστε ο θύτης να εμφανίζεται ως ο «σωτήρας» και ο «σύμμαχος» του θύματος και για πολύ καιρό κανένας να μην καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει.
Κάποιες φορές το θύμα, καθώς αισθάνεται πιο αδύναμο και ανίσχυρο από τον θύτη, υιοθετεί υποσυνείδητα μια στάση εξευμενισμού προς τον θύτη, ώστε εκείνος να είναι ευχαριστημένος και να μην τον κακοποιεί. Έτσι, το θύμα συχνά βάζει προτεραιότητα τα γούστα και τα θέλω του θύτη, από φόβο και όχι από ένδειξη προσφοράς ή αγάπης.
Αυτό συμβαίνει συχνά σε σχέσεις που τα άτομα είναι πολύ κοντά, όπως για παράδειγμα μια ερωτική σχέση. Ο θύτης έρχεται συνέχεια σε επαφή με το θύμα και το «ελέγχει» για τις επιλογές του. Το θύμα προσέχει πολύ ώστε οι επιλογές του να «αρέσουν» στον θύτη και να είναι σύμφωνες με τα όσα εκείνος θέλει.
Σε τέτοιες καταστάσεις ακούμε φράσεις όπως «δεν ξέρω αν θα συμφωνούσε ο/η ……» ή «δεν μπορώ να το κάνω αυτό γιατί δεν αρέσει στον/στην ……». Το θύμα έχει συνέχεια την προσοχή του στον θύτη, όπως ένα ελάφι έχει συνέχεια την προσοχή του στα σαρκοφάγα ζώα της περιοχής του, με σκοπό να αποφύγει να φαγωθεί.
Για να διακρίνουμε τους θύτες πρέπει να κατανοήσουμε τους σκοπούς τους και το πως σκέφτονται. Ο βασικός λόγος για τον οποίο συμπεριφέρονται έτσι είναι ότι φοβούνται τους άλλους ανθρώπους. Φοβούνται ότι εκείνοι με κάποιον τρόπο θα τους βλάψουν και θα τους επιτεθούν, για αυτό σκέπτονται ότι πρέπει πρώτοι οι ίδιοι όταν έχουν την ευκαιρία να «κυριαρχήσουν» πάνω σε όποιον αισθάνονται ότι μπορούν.
Ένας από τους καλύτερους τρόπους να το κάνουν αυτό, είναι να ασκούν έναν κρυφό συναισθηματικό έλεγχο. Μπορείς να ελέγξεις κάποιον αν τον κάνεις να νιώσει άσχημα για κάτι που είπε, έκανε, ένιωσε ή σκέφτηκε. Όσο περισσότερο και συχνότερα αισθάνεται κάποιος άσχημα για τις πράξεις του, τόσο πιο ευάλωτος είναι και πρόθυμος να δεχτεί «έλεγχο» από κάποιον άλλον που παρουσιάζεται ως «πιο σωστός» ή «πιο δυνατός».
Οι θύτες χρησιμοποιούν συνεχείς αναφορές, αρκετά καλά κεκαλυμμένες, ώστε να μειώνουν συνεχώς τα άτομα που θέλουν να χειρίζονται. Απολαμβάνουν το γεγονός ότι μετά τα θύματα γίνονται πιο υπάκουα και συνεργάσιμα (άσχετα αν είναι από φόβο και όχι επειδή το θέλουν πραγματικά).
Αν κάποιος παραπονιέται συχνά ότι δεν τον προσέχουμε, ότι δεν του αφιερώνουμε χρόνο, ότι του προκαλούμε το ένα ή το άλλο αρνητικό συναίσθημα ή κατάσταση, ότι δεν δείχνουμε τόση αγάπη όσο εκείνος, κ.λπ… είναι πάρα πολύ πιθανόν να πρόκειται για άτομο που προσπαθεί να μας χειριστεί (μανιπιουλάρει) μέσω του συναισθήματος. Αν παίξουμε το παιχνίδι του τότε ανοίγουμε διάπλατα την πόρτα στο να γίνουμε υπόλογοι και τελικά συναισθηματικά κακοποιημένοι.
Οι μηχανισμοί συναισθηματικού ελέγχου είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης, κοινοί σε όλη την ανθρώπινη φυλή. Εμφανίζονται όταν κάποιος φοβάται ότι οι άλλοι άνθρωποι θα τον βλάψουν ή «θα τον καταλάβουν» και χρησιμοποιούνται σχεδόν πάντοτε κεκαλυμμένα. Η βασική πεποίθηση πάνω στην οποία στηρίζονται είναι η ιδέα ότι «οι άνθρωποι είναι κατά βάση κακοί», μια ιδέα περιορισμένης κατανόησης της πραγματικότητας.
Πολλοί άνθρωποι, που δεν είναι ακόμα ψυχοσυναισθηματικά ώριμοι, καταφεύγουν στην εύκολη λύση να μειώνουν τους συντρόφους και τους φίλους τους προκειμένου να κερδίσουν κυριαρχία στις σχέσεις τους. Αισθάνονται ότι αν έχουν τον έλεγχο είναι πιο ασφαλείς και ότι μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους καλύτερα και για περισσότερο χρόνο.
Τα θύματα που βρίσκονται παγιδευμένα σε καταστάσεις, όπου κανένας άλλος δεν έχει άμεση πρόσβαση, βιώνουν μια δραματική κατάσταση, απ’ όπου δεν ελπίζουν σε κάποια διέξοδο. Πιο δυσάρεστα αρνητικά συναισθήματα γίνονται πιο μόνιμα και μια πορεία προς τη μη-επιβίωση ξεκινάει. Χάνουν την ζωτικότητά τους για τη ζωή και δεν μπορούν να απολαύσουν τις μικρές χαρές. Βρίσκονται συνεχώς σε μια κατάσταση άγχους και εκτεταμένης προσοχής.
Ως αποτέλεσμα, έχουν προβλήματα στον ύπνο, τρώνε ελάχιστα ή πάρα πολύ, ταλαιπωρούνται από πολλά ψυχοσωματικά συμπτώματα και μερικές φορές βλάπτουν απ’ ευθείας το σώμα τους, όπως όταν αυτοτραυματίζονται.
Επίσης δυσκολεύονται να τακτοποιήσουν τον χώρο τους (εκτός αν είναι η επιθυμία του θύτη) και γενικά παρατηρήσουμε μια ανευθυνότητα για τα πράγματά τους και την εμφάνισή τους. Όταν το πρόβλημα είναι αρκετό καιρό είναι δυσκολότερο να εντοπίσουμε ποια είναι η πηγή του προβλήματος καθώς τα συμπτώματα εκτείνονται σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας σχεδόν.
Ο άνθρωπος που έχει γίνει δέκτης μακρόχρονης συναισθηματικής κακοποίησης έχει μειωμένο έλεγχο πάνω στα δικά του συναισθήματα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να εμφανίζει υπερβολικά έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις και εντάσεις.
Χαρακτηρίζεται από συνεχές άγχος (ακόμα και όταν ο θύτης δεν είναι παρών) και δυσκολεύεται να ξεχωρίσει πότε ένα περιβάλλον είναι πραγματικά ασφαλές ή πραγματικά επικίνδυνο. Μπορεί να δίνει τις «σωστές» απαντήσεις, αλλά η συναισθηματική και βιολογική του κατάσταση θα μαρτυρήσει τι πραγματικά βιώνει.
Για να διακρίνουμε την πραγματικότητα σε τέτοιες καταστάσεις δεν πρέπει να ακούμε τόσο τα λόγια τους, όσο να βλέπουμε τι πραγματικά κάνουν, τις μικρο-εκφράσεις του προσώπου τους και άλλους αυτόνομους δείκτες του σώματος.
Η ζήλια είναι ένας μηχανισμός που διαθέτει το υποσυνείδητο για να προστατεύσει την πρόσβασή του στο χρόνο και τους πόρους ενός άλλου ανθρώπου. Ζηλεύουμε μόνο όταν δεν θέλουμε κάποιος άλλος να έχει αυτό που έχουμε εμείς με έναν άνθρωπο. Σε κάποιο βαθμό είναι «ανθρώπινο» να ζηλεύουμε και να θέλουμε κάποια πράγματα που μοιραζόμαστε να είναι μόνο για μας, ωστόσο η ζήλια είναι επίσης μία από τις συνηθέστερες οδούς συναισθηματικής κακοποίησης.
Κάποιος χρησιμοποιεί την δικαιολογία της αγάπης για να υποχρεώσει τον/την σύντροφό του να μην βγαίνει με τους φίλους του και να μην πηγαίνει σε συγκεκριμένα μέρη. Τον κάνει να νιώθει άσχημα, λέγοντας ότι αν κάνει το ένα ή το άλλο, εκείνος (ο θύτης) πονάει συναισθηματικά. Επειδή κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θέλει να πονάει κάποιον άλλον χωρίς λόγο, αυτόματα νιώθουμε την ανάγκη «να μην τον στεναχωρήσουμε».
Το αποτέλεσμα όμως μπορεί να είναι να κάνουμε πράγματα που δεν θέλουμε, να δημιουργήσουμε μια ζωή που δεν μας ταιριάζει, μόνο και μόνο για να ταιριάζει με αυτό που ο άλλος μας λέει ότι χρειάζεται για να μην ζηλεύει και ανησυχεί.
Ωστόσο, αν κάνουμε αυτό που η «ζήλια» προστάζει, μόνο περισσότερη ζήλια θα γεννηθεί. Το υποσυνείδητο του θύτη βρίσκει ότι αυτός ο μηχανισμός φέρνει αποτελέσματα οπότε τον ενισχύει. Δεν μπορείς να λύσεις το πρόβλημα της ζήλιας του άλλου, κάνοντας εσύ μια οπισθοχώρηση. Το πρόβλημα δεν είναι ούτε ότι ο θύτης αγαπάει πάρα πολύ τον άλλον, ούτε ότι πονάει ψυχικά. Το πρόβλημα είναι μέσα σε εκείνον και πρέπει να δουλευτεί εκεί που βρίσκεται.
Η υπακοή στις απαιτήσεις της ζήλιας ενός άλλου ανθρώπου, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για τη συναισθηματική κακοποίηση και τον συναισθηματικό έλεγχό μας. Φυσικά υπάρχουν και κάποια όρια, κάτω από τα οποία είναι ανθρωπίνως λογικό κανείς να ζηλεύει. Πρέπει να σκεφτόμαστε αν και εμείς στη θέση τους θα ζηλεύαμε, αν όντως κάτι από όσα κάνουμε είναι προκλητικό ή κοινωνικά ασυνήθιστο και να επιστρατεύουμε την κοινή λογική.
Η καλύτερη μέθοδος είναι να σκεφτόμαστε ότι αυτό συμβαίνει σε ένα άλλο ζευγάρι που αγαπάμε και τους δύο και θέλουμε το δίκαιο και το πραγματικά καλύτερο και για τους δύο. Όταν το σκεφτόμαστε για κάποιον άλλον μπορούμε να το δούμε καθαρότερα και να κρίνουμε με περισσότερη σοφία.
Πολλές φορές ψάχνουμε τον άντρα που κακοποιεί μια γυναίκα ή τους γονιούς που κακοποιούν ένα παιδί. Η τάση μας να ψάχνουμε συγκεκριμένα μοτίβα έχει προφανώς κάποια ιστορική αξία όμως μπορεί να γίνει αιτία να μην δούμε κάτι διαφορετικό, ακόμα και αν είναι μπροστά στα μάτια μας, επειδή η προσοχή μας φιλτράρεται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές ο θύτης είναι μια γυναίκα που βασανίζει τον σύντροφό της ή ένα παιδί που βασανίζει ένα άλλο παιδί ή ακόμα και τους γονείς του!
Όπως είπαμε και παραπάνω, οι διανοητικοί μηχανισμοί που βρίσκονται πίσω από την συναισθηματική κακοποίηση υπάρχουν σε όλους μας, ως εξελικτική κληρονομιά. Μην περιορίζουμε την οπτική μας γωνία σε φύλα, ηλικίες, θέσεις ή άλλες φόρμες.
Μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι θύτες για να διασφαλίσουν την εξουσία τους πάνω στα θύματά τους, είναι να τα απομακρύνουν από όσους νοιάζονται για αυτούς και μπορούν να τους βοηθήσουν να αντιληφθούν τι πραγματικά συμβαίνει και να αντισταθούν στην εξουσία του θύτη.
Φίλοι, οικογένεια και αγαπημένοι που δεν είναι στην εξουσία του θύτη, πρέπει να απομακρύνονται, επειδή μπορεί να καταστρέψουν τα σχέδιά του. Αυτό το παρατηρούμε πολύ έντονα σε ζευγάρια και ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος όπως εναλλακτικές επιχειρήσεις, παραθρησκευτικές οργανώσεις, εναλλακτικές κοινότητες και ομάδες με αντικοινωνικές δραστηριότητες.
Αυτές οι ομάδες ή τα ζευγάρια βασίζονται κυρίως στην συναισθηματική κακοποίηση του θύματος, παράλληλα με άλλες συναισθηματικές ή πνευματικές παγίδες που χρησιμοποιούν. Αν συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε απομακρύνει την οικογένεια μας και τους φίλους μας από κοντά μας, τότε αυτό είναι ένα ισχυρό σημάδι ότι μπορεί να είμαστε θύματα συναισθηματικής κακοποίησης.
Μια άλλη ένδειξη προσπάθειας χειραγώγησης είναι όταν ο θύτης κατηγορεί το θύμα για διάφορα πράγματα, χωρίς στην πραγματικότητα να φταίει. Η ζήλια, που περιγράψαμε παραπάνω, χρησιμοποιεί πολλές φορές αυτόν τον μηχανισμό, όταν ο ένας λέει στον άλλον «με κάνεις και νιώθω άσχημα όταν…». Η ιδέα ότι κάποιος άλλος σου προκαλεί ένα συναίσθημα ακούγεται «λογική», όμως όταν χρησιμοποιείται για μομφή και χειρισμό του θύματος είναι ύποπτη.
Ο θύτης αργεί να γυρίσει στη δουλειά και ξεσπάει στο θύμα, λέγοντας του για το ένα ή το άλλο, όλα ασήμαντα πράγματα ή θέματα που δεν ευθύνεται ο ίδιος. Πέφτει ένα ποτήρι στον θύτη και κατηγορεί το θύμα επειδή εκείνο τον είχε εκνευρίσει ή του έλεγε «βλακείες» ή «δεν τον ακούει»…
Ο θύτης δεν μπορεί να κοιμηθεί και κατηγορεί το θύμα ότι φταίει επειδή κάτι που εκείνος κάνει τον ανησυχεί και τον ταλαιπωρεί. Όλα αυτά είναι προσπάθεια να νιώσει το θύμα «ένοχο» για κάτι που δεν ευθύνεται πραγματικά, επειδή αν αρχίσει να νιώθει ένοχο θα θέλει να επανορθώσει και θα αρχίσει να υπακούει τον θύτη.
Ο θύτης είναι βασικά ένα φοβισμένο ον, γεμάτο ανασφάλειες και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην πραγματικότητα χρειάζονται απελπισμένα βοήθεια, αν και θα το παραδεχτούν μόνο αν αποκαλυφθούν και οι άλλοι τους «στριμώξουν».
Μερικές φορές χρησιμοποιούν τη σιωπή για να κάνουν το θύμα να νιώσει άσχημα για κάτι που έκανε. Με τη σιωπή λένε ουσιαστικά «με έκανες να νιώσω άσχημα, με έκανες να θέλω να κλειστώ στον εαυτό μου… εσύ φταις». Συνήθως ο άλλος επειδή νοιάζεται, θα θέλει να βοηθήσει και θα πλησιάσει τον θύτη και με αυτόν τον τρόπο θα του δώσει την ευκαιρία να κάνει εκείνος το παιχνίδι του. Με διάφορα λόγια θα πει περίπου το εξής: «θα γίνω καλά αν εσύ κάνεις ότι σου πω και φρόντισε να συμφωνήσεις γιατί διαφορετικά θα με κάνεις χειρότερα»…
Ο μηχανισμός της σιωπής χρησιμοποιείται συχνά από γυναίκες για να κάνουν τους άντρες τους να νιώσουν άσχημα και να συμβιβαστούν σε κάτι που εκείνοι δεν θέλουν πραγματικά. Χρησιμοποιείται και από άντρες όμως για να «τιμωρήσουν» τις γυναίκες καθώς ξέρουν ότι εκείνες έχουν μεγάλη ανάγκη από λεκτική επικοινωνία. Στερώντας σε κάποιον αυτό που έχει ανάγκη τον κάνεις πιο ευάλωτο και πρόθυμο να συμφωνήσει σε ότι του ζητήσεις.
Όλοι είμαστε άνθρωποι και όλοι μας έχουμε κάνει κατά καιρούς το ένα ή το άλλο στους ανθρώπους που ήρθαμε σε επαφή. Αυτό δε μας κάνει κακούς. Ο φόβος είναι βασικό υλικό του υποσυνείδητου και δεν μπορούμε να τον ξεφορτωθούμε. Μπορούμε όμως να «βλέπουμε» τα σημάδια συναισθηματικής κακοποίησης και να επεμβαίνουμε σε αυτές τις καταστάσεις έγκαιρα, ώστε να προστατεύουμε τον εαυτό μας αλλά και τους ανθρώπους που αγαπάμε.