Όπως γνωρίζουμε, ο νους καταγράφει όλες τις εμπειρίες του οργανισμού στιγμή προς στιγμή από τότε που ήρθαμε στη ζωή.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες των νευροεπιστημών, οι εμπειρίες αυτές δεν αποθηκεύονται σε μια συγκεντρωμένη ομάδα εγκεφαλικών κυττάρων, αλλά τμηματικά σε πολλά διαφορετικά σημεία. Δηλαδή, τα δεδομένα μιας ανάμνησης βρίσκονται διασκορπισμένα σε πολλά διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου.
Κάθε εμπειρία που αποθηκεύεται ονομάζεται στην καθομιλουμένη μνήμη. Κάθε μνήμη αξιολογείται από τη διάνοια, σύμφωνα με κάποια κριτήρια:
Η εμπειρία από μόνη της δεν έχει καμία αξία για το άτομο, μέχρι να αποθηκευτεί σε μορφή μνήμης και να αξιολογηθεί από τη διάνοια. Μόνο τότε το άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα από την εμπειρία αυτή.
Προσοχή: Εδώ, όταν λέμε «διάνοια» εννοούμε το υποσυνείδητο. Μόνο το υποσυνείδητο διαθέτει την υπολογιστική δύναμη και τους μηχανισμούς να επεξεργαστεί τα ερεθίσματα που λαμβάνει απευθείας από τους αισθητήριους διαύλους (όραση, ακοή, αφή, όσφρηση, γεύση, κ.λπ.) και να τα μετατρέπει σε αντίγραφα, γνωστά και ως μνήμες (ή καταγραφές).
Το συνειδητό επεξεργάζεται αυτά τα αντίγραφα και όχι τα απευθείας μηνύματα των αισθήσεων. Αυτό δεν παίρνει πάνω από μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου και για αυτό δεν γίνεται αντιληπτό στην καθημερινότητα. Το συνειδητό δεν είναι σχεδιασμένο να έχει τη δύναμη, ούτε και τους μηχανισμούς, για να έρχεται σε απευθείας επαφή με αυτά τα ερεθίσματα.
Στο βαθμό που αυτή η εμπειρία θα χαρακτηριστεί ως μη-επιβιωτική, σε αυτό το βαθμό η διάνοια θα αποκλείσει το συνειδητό από αυτή τη μνήμη. Ένα από τα στοιχεία που φανερώνει ότι μια εμπειρία είναι πραγματικά, φανταστικά ή εν δυνάμει μη-επιβιωτική, είναι το άγχος.
Εξαιτίας του άγχους, η διάνοια χρησιμοποιεί παλαιότερα εξελικτικά μοντέλα λογικής για να αξιολογήσει την εμπειρία, με αποτέλεσμα να δημιουργεί δεδομένα που προκαλούν προβλήματα σε μελλοντικούς υπολογισμούς της.
Θεωρεί, λανθασμένα (σύμφωνα με τη υψηλότερη λογική μας) ως επιβιωτικά κάποια στοιχεία που δεν είναι, ενώ δεν αναγνωρίζει σωστά κάποια άλλα.
Για εμάς (το συνειδητό) η αξία ενός δεδομένου μεταβάλλεται συνεχώς όσο αλλάζει το περιβάλλον, οι συνθήκες και όλα τα υπόλοιπα δεδομένα. Για το υποσυνείδητο όμως, όταν αποφανθεί για την αξία μιας εμπειρίας, κλειδώνει σε αυτή τη γνώμη.
Το υποσυνείδητο δεν διαθέτει κάποιον μηχανισμό επαναξιολόγησης ή αυτοδιόρθωσης, κάτι που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του εξελικτικά πολύ νεότερου συνειδητού νου.
Ορισμός
Τραυματικό περιστατικό ονομάζουμε μια μη-επιβιωτική εμπειρία που προκαλεί άγχος στον οργανισμό. Είναι μια εμπειρία που χαρακτηρίζεται από πραγματικό ή φανταστικό κίνδυνο και/ή πραγματική ή φανταστική μείωση της ικανότητας επιβίωσης.
Περιέχει ένα ή περισσότερα από τα εξής στοιχεία:
Οι 4 τύποι των τραυματικών περιστατικών
Υπάρχουν 4 τύποι τραυματικών περιστατικών:
Πολλές φορές, στα υλικά της NTM αναφερόμαστε στα τραυματικά περιστατικά απλώς ως «περιστατικά».
Ο ειδικός τύπος περιστατικών που αναφέρουμε και ως «παραβιάσεις» παρουσιάζει κάποιες ενδιαφέρουσες διαφορές σε σχέση με τους άλλους τύπους ως προς τη φύση και το χειρισμό του, ωστόσο, διατηρεί όλα τα βασικά χαρακτηριστικά ενός κανονικού τραυματικού περιστατικού.
Ως εκ τούτου, τα βασικά δεδομένα για τα τραυματικά περιστατικά ισχύουν και σε αυτή την περίπτωση, μαζί και σε συνέργεια με όλα τα επιπρόσθετα υλικά που αναφέρονται στις παραβιάσεις ηθικής.
Μνήμη
Η μνήμη και η διαδικασία της μνημόνευσης, δηλαδή το να θυμόμαστε μνήμες (καταγραφές), αποτελεί έναν μηχανισμό, με τον οποίο, και το υποσυνείδητο και το συνειδητό, χρησιμοποιούν τα αποθηκευμένα δεδομένα για να εξάγουν συμπεράσματα και να κατευθύνουν τον οργανισμό.
Εμείς ενδιαφερόμαστε κυρίως για τη συνειδητή μνήμη, δηλαδή τη μνήμη του συνειδητού νου. Όταν θέλω να θυμηθώ τι έφαγα χθες το μεσημέρι, το κάνω με τον συνειδητό νου.
Τα περιστατικά, ανάλογα με τη σφοδρότητά τους, μπορούν να εμποδίσουν την πρόσβαση στο συνειδητό, μερικώς ή πλήρως. Αυτό συμβαίνει επειδή το συνειδητό είναι πιο ευαίσθητο και δεν μπορεί να αντέξει τη δύναμη αυτών των μηνυμάτων. Αυτό βέβαια είναι η λογική του υποσυνείδητου, που είναι και ο κυρίαρχος νους ανάμεσα στους δύο.
Στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι. Μπορεί όντως το συνειδητό να μην διαθέτει τη δύναμη ή την αντοχή να έρθει σε επαφή με τα απευθείας μηνύματα των αισθήσεων, όπως για παράδειγμα τον πόνο. Όμως, μπορεί, αν γνωρίζουμε τον τρόπο, να έρθει σε επαφή με το αντίγραφο αυτών των αισθήσεων, δηλαδή τη μνήμη τους.
Τα αντίγραφα δεν έχουν την ίδια δύναμη που έχουν οι πραγματικές εμπειρίες. Η μνήμη ενός τραυματισμού, δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα πάνω στον οργανισμό με τον ίδιο τον τραυματισμό.
Αυτό το ξέρει το συνειδητό μου και το συνειδητό σου. Το υποσυνείδητό μας όμως πιστεύει ότι η μνήμη του τραυματισμού είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα με τον ίδιο τον τραυματισμό… ακριβώς όπως πιστεύει ότι, το τρένο που κινείται στην οθόνη με ταχύτητα κατά πάνω μας μέσα σε μια ταινία, είναι το ίδιο με ένα πραγματικό τρένο που έρχεται στ’ αλήθεια κατά πάνω μας!
Τι προσπαθεί να κάνει το υποσυνείδητο
Όταν ο οργανισμός απειλείται (αληθινά ή φανταστικά), το υποσυνείδητο παίρνει τον έλεγχο του οργανισμού, επειδή η βασική του δουλειά είναι να επιλύει όλα τα βασικά θέματα ασφάλειας και επιβίωσης. Αυτή είναι η δουλειά του!
Πρέπει να θυμόμαστε ότι έχει σχεδιαστεί πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια και έχει καταφέρει να επιβιώσει μέχρι σήμερα με επιτυχία, για αυτό εξάλλου υπάρχει ακόμα.
Αν και αναφερόμαστε στο υποσυνείδητο ως μία ενότητα, στην πραγματικότητα περιέχει πολλά διαφορετικά εξελικτικά στάδια (διαφορετικές διάνοιες).
Σύμφωνα με ένα διαδεδομένο μοντέλο περιλαμβάνει τον ερπετοειδή εγκέφαλο και τον θηλαστικό εγκέφαλο, ενώ σύμφωνα με άλλο μοντέλο το ασυνείδητο και το υποσυνείδητο.
Άλλα μοντέλα μιλάνε για το αισθητηριακό κέντρο, το κέντρο των συναισθημάτων και το κέντρο των «μοντέλων και αυτοματισμών».
Αυτό που είναι σημαντικό είναι ο σκοπός όλων αυτών και η κατανόηση ότι είναι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας και εμπειρίας από το συνειδητό νου, ο οποίος μετράει μόλις 60.000-80.000 χρόνια εξελικτικής πορείας.
Για αυτό το λόγο, το υποσυνείδητο έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην διαχείριση κινδύνων για την επιβίωση του οργανισμού.
Αφού το έχουμε κατανοήσει αυτό, πρέπει να γνωρίσουμε τι δουλειά κάνει εν γένει, κάθε τύπος διάνοιας. Γιατί η ζωή σχεδίασε, ανέπτυξε και διατήρησε τον εγκέφαλο ως όργανο και τη διάνοια ως λειτουργία;
Ο σκοπός της διάνοιας είναι να επιλύει προβλήματα για την επιβίωση του οργανισμού.
Και το υποσυνείδητο και το συνειδητό κάνουν ακριβώς αυτή τη δουλειά, δηλαδή επιλύουν προβλήματα για την επιβίωση μας. Ωστόσο, ασχολούνται κατά κύριο λόγο με διαφορετικά προβλήματα και με διαφορετικό τρόπο. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για δύο «εργαλεία» με εξειδίκευση το καθένα σε διαφορετικό τομέα.
Το συνειδητό δεν μπορεί να κάνει την καρδιά να χτυπάει στον ύπνο μας, ενώ το υποσυνείδητο δεν μπορεί να λύσει μια μαθηματική εξίσωση.
Κάθε διάνοια (συνειδητό και υποσυνείδητο) έχει τα δικά της μοντέλα λογικής. Λογική, σε απλούς όρους, σημαίνει με ποιο τρόπο αξιολογούμε τα δεδομένα και πως τα συσχετίζουμε με άλλα, ήδη γνωστά, δεδομένα.
Τα μοντέλα λογικής του υποσυνείδητου είναι πιο παλιά και πιο τραχιά από αυτά του συνειδητού, όπως ακριβώς ο τρόπος που έλυναν πιο παλιά τις διαφορές τους οι άνθρωποι ήταν συνήθως πιο τραχύς από ότι σήμερα.
Όταν λοιπόν το υποσυνείδητο συναντάει ένα περιστατικό, αναλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο. Πάμε τώρα να δούμε πως περίπου «σκέφτεται».